- φρενιτιαῖος
- φρενῑτ-ιαῖος, α, ον,A = φρενιτικός, f.l. in Hp.Epid.3.1.ιά.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φρενιτιαίος — αία, ον, Α φρενιτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρενῖτις + κατάλ. ιαῖος*] … Dictionary of Greek